- αδιαποίκιλτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ποικίλματα, στολίδια: Η εικόνα είναι θαυμάσια, αλλά αδιαποίκιλτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαποίκιλτος — η, ο [διαποικίλλω] αδιακόσμητος, αστόλιστος … Dictionary of Greek